φλάνδριος

φλάνδριος
-α, -ο, Ν
1. φρ. «φλάνδρια επίκλυοη»
γεωλ. ανύψωση τής στάθμης τής θάλασσας, που ακολούθησε το πέρας τής τελευταίας παγετώδους εποχής και αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη
2. το ουδ. ως ουσ. το φλάνδριο
γεωλ. βαθμίδα που ακολούθησε το πέρας τής τελευταίας παγετώδους εποχής και η οποία χαρακτηρίζεται από το παραπάνω φαινόμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλάνδριο — το, Ν γεωλ. βλ. φλάνδριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”